- κεκρατημένως
- κεκρατημένως (Α)επίρρ.1. με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά2. θετικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρατημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κρατῶ «εξουσιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεκρατημένως — in a masterly manner indeclform (adverb) κρατέω to be strong perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)